προκαταβολή — payment on account fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολή — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προκαταβάλλω, προπληρωμή, το ποσό της προκαταβολής: Χωρίς προκαταβολή δε δίνει πράμα ο έμπορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταβολαί — προκαταβολή payment on account fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολῆς — προκαταβολή payment on account fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολήν — προκαταβολή payment on account fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταβολῶν — προκαταβολή payment on account fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek
προδοματικός — ή, όν, Α [πρόδομα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή 2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.) 3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.) … Dictionary of Greek
προπληρωμή — η, Ν [προπληρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπληρώνω, η προκαταβολή τής αξίας ενός πράγματος ή η προκαταβολή τής αμοιβής μιας εργασίας 2. (νομ. οικον.) το απαιτούμενο ποσό που προκαταβάλλεται από το δημόσιο ταμείο, με χρηματικά… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek